ἀνδρεικέλου

ἀνδρεικέλου
ἀνδρείκελον
image of a man
neut gen sg
ἀνδρείκελος
like a man
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κουκλοθέατρο — Με αυτό τον όρο εννοούνται σήμερα δύο συγγενικές μορφές θεάτρου ανδρεικέλων· θεατρικές, δηλαδή, παραστάσεις που γίνονται με κούκλες, οι οποίες είτε είναι ολόσωμες, οπότε κινούνται από ψηλά με σύρματα ή με νήματα από λινάρι ή κάνναβη και… …   Dictionary of Greek

  • ταυροκαθάπτης — ὁ, Α 1. ιππέας που έπαιρνε μέρος στα θεσσαλικά ταυροκαθάψια 2. είδος ανδρεικέλου που χρησίμευε για την παρόξυνση τών ταύρων κατά τις ταυρομαχίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + καθαπτής (< καθάπτω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”